πανουργώ

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-έω, Α πανούργος
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῦμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.