πανσλαβικός

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με όλους του σλαβικούς λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σλαβικός].