σλαβικός
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σλάβους («σλαβική συνήθεια»)
2. φρ. «σλαβικές γλώσσες»
γλωσσ. ιδιαίτερος κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, που βρίσκεται πιο κοντά στις βαλτικές γλώσσες από οποιαδήποτε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα και της οποίας κυριότερες γλώσσες είναι η Ρωσική, η Ουκρανική, η Λευκορωσική, η Τσεχική, η Σλοβακική, η Λεχιτική, δηλαδή η Πολωνική και οι συγγενείς με αυτήν διάλεκτοι, η Σερβοκροατική - Σλοβενική, η Βουλγαρική και η Σλαβική τών Σκοπίων.
επίρρ...
σλαβικώς και σλαβικά
στη γλώσσα τών Σλάβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].