πανσλαβικός
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
-ή, -ό
ο σχετικός με όλους του σλαβικούς λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σλαβικός].