παντοπωλείο

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

το / παντοπωλεῖον, ΝΜΑ παντοπώλης
νεοελλ.
κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων
μσν.-αρχ.
τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα.