παντοπωλείο
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
το / παντοπωλεῖον, ΝΜΑ παντοπώλης
νεοελλ.
κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων
μσν.-αρχ.
τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα.