Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παπάβερ

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

το
βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. papaver < λατ. papaver, -eris «παπαρούνα»].