παπυρικός

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰπῡρικός Medium diacritics: παπυρικός Low diacritics: παπυρικός Capitals: ΠΑΠΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: papyrikós Transliteration B: papyrikos Transliteration C: papyrikos Beta Code: papuriko/s

English (LSJ)

παπυρική, παπυρικόν, of papyrus, ἕλος BGU 1121.10,18 (i B. C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παπυρικός, -ή, -όν, ΝΑ πάπυρος
ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα»).