παραδοξονίκης
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, conquering marvellously, Plu.Comp. Cim.Luc.2; especially of athletes, = παράδοξος II, IG14.747 (Naples, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 477] ὁ, wider Erwarten siegend, von Einem, der an demselben Tage in der πάλη und im παγκράτιον siegte, Plut. Comp. Cim. et Lucull. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vainqueur contre toute attente ou d'une manière extraordinaire.
Étymologie: παράδοξος, νίκη.
Russian (Dvoretsky)
παραδοξονίκης: ου (ῑ) ὁ против ожидания оказавшийся победителем, неожиданный победитель Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παραδόξως νικῶν (ὅρα παράδοξος ΙΙ. 2), Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκούλλ. σύγκρ. 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5804. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ιδίως για αθλητές) αυτός που πέτυχε εκπληκτική νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξος + -νίκης (< νίκη)].