παραιβασία
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
German (Pape)
[Seite 479] ἡ, poet. st. παραβασία, = παράβασις, Übertretung, Vergehen; Hes. Th. 220; Aesch. Spt. 725; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 382, παραιβασίῃσι νόοιο.
Russian (Dvoretsky)
παραιβᾰσία: ион. παραιβασίη ἡ нарушение, прегрешение Hes.