παραμυθάς
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
ο, θηλ. παραμυθού
1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο
2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος
3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες σαν να είναι αληθινές, ψευδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι + κατάλ. -άς / -ού (πρβλ. λογ-άς / λογ-ού)].