παραπίνω

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει
2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος
3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, -η, -ο
πολύ μεθυσμένος.