παραύα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ, Aeol.
A = παρειά, Hdn.Gr.2.563, prob. in Theoc.30.5.
II v. παρείας ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
παραύα: ἡ, = παρειά, «παραῦαι λέγουσιν οἱ Αἰολεῖς τρέποντες τὸ ι εἰς υ καὶ τὸ ε εἰς α» Ἡρῳδιαν. ΙΙ., 563, 25, πρβλ. Ἀν. Ὀξων. τ. 1, 343. 18, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. (αιολ. τ.) βλ. παρειά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραύα -ας, ἡ Aeol. voor παρειά.