Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παστώνω

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

1. παστός (ΙΙ]
τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό
2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.