παυράκις

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

German (Pape)

[Seite 537] wie ὀλιγάκις, wenige Male, selten, auch παυράκι, Theogn. 859.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλάκις)].