παυράκις

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

German (Pape)

[Seite 537] wie ὀλιγάκις, wenige Male, selten, auch παυράκι, Theogn. 859.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλάκις)].