παυσίμαχος
From LSJ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
German (Pape)
[Seite 538] den Kampf endigend, Inscr. 666.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίμᾰχος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.).
Greek Monolingual
-ον, Α
επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. λυσίμαχος].