Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
παχθῇ: Δωρ. αντί πηχθῇ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του πήγνυμι.
παχθῇ: дор. 3 л. sing. aor. pass. conjct. к πήγνυμι.