πεδορραντήριον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, v. ῥαντήριος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδορραντήριον: τό, ἴδε ῥαντήριος.
Russian (Dvoretsky)
πεδορραντήριον: τό кровопролитие (Aesch. - v.l. к πέδον ῥαντήριον).