πεζοβατώ

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
διέρχομαι, περνώ μια περιοχή πεζός, με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].