πεικόν
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
πικρόν, πευκεδανόν, Hsch.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πικρὸν, πευκεδανόν».