πελέκεσσι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελέκεσ(σ)ι dat. plur. van πέλεκυς.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
πελέκεσ(σ)ι dat. plur. van πέλεκυς.