πελασαίατο

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

French (Bailly abrégé)

v. πελάζω.

Greek Monotonic

πελᾰσαίατο: Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του πελάζω.