περιαμπέτιξ

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαμπέτιξ Medium diacritics: περιαμπέτιξ Low diacritics: περιαμπέτιξ Capitals: ΠΕΡΙΑΜΠΕΤΙΞ
Transliteration A: periampétix Transliteration B: periampetix Transliteration C: periampetiks Beta Code: periampe/tic

English (LSJ)

περιάμπαξ, SIG 685.67, al.

Greek (Liddell-Scott)

περιαμπέτιξ: πέριξ, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109, 115, 135, 144· ἐν στίχῳ 116, ἀπαντᾷ ἀμπέτιξ ἄνευ τῆς περί· ἴδε Böckh 2. σ. 405.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. περιάμπαξ.