περιθρύβω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
v. περιθρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
περιθρύβω: v.l. περι-θρύπτω растирать вокруг, pass. распадаться, рассыпаться Diod.