Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
-άομαι, Αμυκώμαι, αντηχώ δυνατά ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μυκῶμαι «μουγκρίζω»].