περιμυκώμαι

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α
μυκώμαι, αντηχώ δυνατά ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μυκῶμαι «μουγκρίζω»].