περιοδεύσιμος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
περιοδεύσιμον, with circuitous ways, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 584] mit Umwegen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.