περιπλάνηση

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.