περιστεράκι

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

το, Ν περιστέρι
1. υποκορ. μικρό περιστέριπεριστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου»)
2. θωπευτικό επίθετο ωραίων ή αγαπημένων γυναικών
3. μτφ. αθώα τρυφερή ύπαρξη.