περιτορεύω

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

German (Pape)

[Seite 597] ringsum abrunden, auch übertr., vom schriftlichen Ausdruck, D. Hal. de vi Dem. 21.

Greek (Liddell-Scott)

περιτορεύω: τορεύω ἐπιμελῶς πανταχόθεν, ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21.

Greek Monolingual

βλ. περιτορνεύω.