πετούμενος

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος)
2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο
το πτηνό, το πουλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλούμενος, πλεούμενα, χρειαζούμενα)].