πετροχελίδονο

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

το, Ν πετροχελιδών
ζωολ. κοινή ονομασία του χελιδονιού των βράχων Ptyonoprogne rupestris.