Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετσέτα

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η, Ν
1. κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κατά το γεύμα για να προστατεύει τα ενδύματα από λεκέδες και για να σκουπιστούν τα χέρια και τα χείλη
2. προσόψιο
3. νόμισμα της Ισπανίας, η πεσέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezzetta].