Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
η, Ν
1. θήκη πετσέτας
2. σκεύος ή έπιπλο, στο οποίο τοποθετούνται οι πετσέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσέτα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].