πηγαδήσιος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από πηγάδι («πηγαδήσιο νερό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].