διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ο, η, Ναυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτόχειρ)].