γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ο, η, Ναυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτόχειρ)].