πηρόχειρ
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
ο, η, Ν
αυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτόχειρ)].