πιεζοηλεκτρισμός

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρ.) φαινόμενο κατά το οποίο αναπτύσσεται ηλεκτρεγερτική δύναμη μεταξύ τών παράλληλων επιφανειών ενός κρυστάλλου, όταν αυτός συμπιέζεται κάθετα ως προς τις επιφάνειες αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectricity < πιέζω + ηλεκτρισμός].