πλακουτσωτός

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν πλακουτσώνω
1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος
2. ο κάπως πλατύς.