πλατέως

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατέως adv. van πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτέως: επίρρ. του πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτέως: Ἐπίρρ. τοῦ πλατύς.

Middle Liddell

[adverb of πλατύς.]