πλατέως

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατέως adv. van πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτέως: επίρρ. του πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτέως: Ἐπίρρ. τοῦ πλατύς.

Middle Liddell

[adverb of πλατύς.]