πλατέως

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατέως adv. van πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτέως: επίρρ. του πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτέως: Ἐπίρρ. τοῦ πλατύς.

Middle Liddell

[adverb of πλατύς.]