μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
πλατέως adv. van πλατύς.
πλᾰτέως: επίρρ. του πλατύς.
πλᾰτέως: Ἐπίρρ. τοῦ πλατύς.
[adverb of πλατύς.]