πλαταγίζω

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

German (Pape)

[Seite 626] = πλαταγέω (?), schnattern, von der Gans, zw., s. πλατυγίζω.

Greek Monolingual

Ν
πλαταγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].