πλατυκέφαλος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
πλατυκέφαλον,
A flat-headed, Apollod.Poliorc.146.7, al., Olymp. Hist.p.459 D.
II a venomous beast or reptile, Philum.Ven. 32.2.
German (Pape)
[Seite 627] breitköpfig, Phot. bibl.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος
2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέφαλος (< κεφαλή)].