πλατύζομαι

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 627] = πλατυγίζω, großprahlen.

Greek Monolingual

Α πλατύς
λέω παχιά λόγια, καμπορρημονώ.