πληγιάζω

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

Ν πληγή
1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι»)
2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου»)
3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί»).