πληγιάζω

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

Ν πληγή
1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι»)
2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου»)
3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί»).