εξελκούμαι
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(AM ἐξελκοῦμαι
Α ἐξελκῶ, -όω)
(για μέρη του σώματος) σχηματίζω έλκη, γίνομαι ελκώδης
αρχ.
ἐξελκῶ
προκαλώ τη δημιουργία έλκους.