στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: πνυκίτης | Medium diacritics: πνυκίτης | Low diacritics: πνυκίτης | Capitals: ΠΝΥΚΙΤΗΣ |
Transliteration A: pnykítēs | Transliteration B: pnykitēs | Transliteration C: pnykitis | Beta Code: pnuki/ths |
[Seite 642] ὁ, richtiger πυκνίτης, w. m. s.
πνῠκίτης: ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.
ὁ, Α
ο πυκνίτης.