αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν
άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ-ας: κεφάλ-α)].