ποδαρέλι

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(διαλ. τ.) μικρό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. παιδαρέλι)].