ποιμενισμός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
ο, Ν
φρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος»
(κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -ισμός].